μοσχοβολάω

μοσχοβολάω
μοσχοβολάω (σπάν. μοσχοβολώ), μοσχοβόλησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. μοσκοβολάω

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… …   Dictionary of Greek

  • μοσκοβολάω — (σπάν. μοσκοβολώ) 1 μοσκοβόλησα βλ. πίν. 58 2 → δες μοσχοβολάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”